Τα ενδύματα μεταφέρουν πληροφορίες για την κοινωνική και προσωπική ταυτότητα των ανθρώπων. Χωρίζονται σε δύο μεγάλεςΙωάννινα κατηγορίες α) τα γυναικεία και β) τα ανδρικά. Κάθε ενδυμασία μπορεί να δηλώνει:

  • κοινωνική θέση (π.χ. αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, νεόνυμφη, χήρα) 
  • ποιότητα και αισθητική κάθε περιοχής (καθημερινή, γιορτινή, νυφική),
  • κοινωνική τάξη (αστική, χωρική).

Η φορεσιά εξαρτάται από

  • το κλίμα,
  • το φύλο,
  • τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες,
  • την ιστορική πορεία και τις πολιτικές επιδράσεις που δέχτηκε η κάθε γεωγραφική περιοχή.

Διαφέρει ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική θέση εκείνου που τη φοράει. Tα στοιχεία της φορεσιάς π.χ. μιας νέας κοπέλας διαφέρουν από εκείνα της αρραβωνιασμένης ή της παντρεμένης, της χήρας και της γυναίκας που ο άντρας της λείπει στην ξενιτιά.

ΚόνιτσαΟι ανδρικές από τις γυναικείες φορεσιές διαφέρουν πολύ μεταξύ τους: η ανδρική έχει λίγα κεντήματα και είναι σε λιτή και αυστηρή  γραμμή ενώ η γυναικεία ποικίλλει ανάλογα με τη γυναίκα και  την κλίση της προς τον καλλωπισμό.

Ένα σημαντικό μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς είναι τα καλλωπιστικά της στοιχεία τα οποία, αποτελούν σύμβολα. Για παράδειγμα, ένας σταυρός συμβολίζει τη θρησκεία, ένα καράβι τη ζωή, ένα λουλούδι τη νεότητα. Επίσης ένα χρώμα ή κάποιο σχήμα συμβολίζουν κάποιες αξίες.

Οι ελληνικές φορεσιές του παρελθόντος είναι επηρεασμένες από την Τουρκοκρατία όπως επίσης δηλώνεται και ο εθνικός δυναμισμός κάθε φορεσιάς.

Το πουκάμισο
Το πουκάμισο είναι κοινό κομμάτι σε όλες τις φορεσιές, αντρικές ή γυναικείες, και το τελευταίο που διατηρήθηκε έστω και φορεμένο κάτω από τα δυτικά ρούχα. Είναι φτιαγμένο από μπαμπακερό ύφασμα, αλλά και λινό ή μεταξωτό, ανάμεικτα με καννάβι ή μαλλί. Συνήθως είναι άσπρο, πάντα κλειστό με άνοιγμα για τον λαιμό και συχνά με μανίκι. Κατασκευάζεται στο σπίτι, μόνο στις πόλεις είναι αγοραστό. Η διακόσμησή του είναι υφαντή, κεντητή ή πρόσθετη στα σημεία που φαίνονται. Στις άκρες μπορεί να έχει δαντέλες, κρόσσια και  κορδέλες.

Φοριέται κατάσαρκα, ή πάνω στην φανέλα από τους άντρες. Το πουκάμισο είναι το πιο προσωπικό από τα τμήματα μιας φορεσιάς,Μέτσοβο γι’ αυτό δεν αλλάζει μορφή ανάλογα με την κοινωνική θέση του ατόμου. Συχνά φέρει μικρά σημάδια του ιδιοκτήτη, λουλουδάκια, μονόγραμμα κ.τ.λ.

Οι επενδύτες

«Επενδύτης» είναι μια ονομασία που δίνουμε για τα: καβάδι, αντερί, καπλαμάς, σαγιάς, καφτάνι, σιγκούνι και πολλές άλλες.

Το κόψιμο είναι παρόμοιο με του πουκάμισου με την διαφορά ότι έχει κατακόρυφο άνοιγμα μπροστά. Αποτελείται από τη μάνα μπρος-πίσω, τα λαγκιόλια στα πλάγια, και τα μανίκια. Αντίθετα με το πουκάμισο, ράβεται από ειδικό μάστορα, τον τερζή, που βάφει το ύφασμα, το κόβει, το ράβει και το κεντάει με το ειδικό τερζήδικο κέντημα. Στο κέντημα αυτό, ένα χρυσό ή χρωματιστό κορδόνι (γαϊτάνι) ράβεται πάνω στην τσόχα σε σπειροειδή σχέδια. Το ύφασμα είναι βαμβακερό, υφαντό ή μάλλινο, αλλά και από διάφορα αγοραστά υφάσματα, με φλόκους εσωτερικά ή φορδαρισμένο. Το μήκος εμφανίζεται αρχικά μεγάλο, φτάνει μέχρι τον αστράγαλο, με τάση να κονταίνει με τον χρόνο. Το χρώμα, αρχικά λευκό, γίνεται λουλακί, μπλε ή μαύρο.

Στολίζεται στα πιο εμφανή σημεία, κυρίως στις άκρες, με κέντημα ή με πρόσθετα κομμάτια ύφασμα. Όταν είναι αμάνικο ή κοντομάνικο, τότε δίνεται περισσότερη έμφαση στο στόλισμα των μανικιών του πουκαμίσου που προεξέχουν. Αποτελεί το κεντρικό κομμάτι της φορεσιάς, γι’ αυτό σημειώνει την συγκινησιακή κατάσταση της γυναίκας: ανασκουμπωμένο στον χορό και κατεβασμένο στην λύπη ή στην εκκλησία.

Τα φορέματα

Ο κύριος σκοπός του φορέματος είναι να καλύπτει το σώμα από την μέση και κάτω. Μπορεί να έχει πανωκόρμι μονοκόμματο, ανοιχτό στην μέση, ή με τιράντες, μανικωτό ή αμάνικο. Όταν δεν έχει, τότε λέγεται φούστα. Υπάρχουν και εδώ πάρα πολλές παραλλαγές στο σχέδιο και στην ονομασία: φουστάνι, φόρεμα, τσούκνα, βελέσι, σάρτζα κλπ. Φοριέται πάνω από το πουκάμισο.

Η φούστα είναι από μονοκόμματο ύφασμα ή από πολλά κομμάτια οριζόντια ή κατακόρυφα. Ο ποδόγυρος είναι κεντητός, ή από πρόσθετο κομμάτι διαφορετι­κού χρώματος. Σε ορισμένα μέρη φοριούνται πολλές φούστες η μια πάνω στην άλλη. Το περισσότερο κέντημα είναι στον κόρφο. Το κέντημα της φούστας μπορεί να είναι διακριτικό γνώρισμα της παντρεμένης από την ανύπαντρη, ή ακόμα να δίνει περισσότερες πληροφορίες για την κοινωνική θέση της γυναίκας. Στον χορό το φουστάνι υπογραμμίζει τις κινήσεις των γοφών και τις στροφές. Παράλληλα όμως κρύβει τις κινήσεις των ποδιών ώστε οι γυναίκες να μην χρειάζεται να κάνουν πολύπλοκα βήματα.

Οι ποδιές

Αρχικά, η ποδιά είναι ένα εξάρτημα με την σαφή πρακτική χρησιμότητα να προφυλάσσει το μπροστινό κάτω τμήμα της φορεσιάς, που είναι περισσότερο εκτεθειμένο στο λέρωμα και την φθορά. Αυτές οι ποδιές φτιάχνονται από ένα απλό κομμάτι ύφασμα,Σούλι μπαμπακερό ή μάλλινο, συνήθως με τσέπες και σπάνια με κανένα στολίδι.

Υπάρχει όμως και μια άλλη ποδιά για τις γυναίκες, η γιορτινή, που δεν έχει κανένα πρακτικό σκοπό αλλά είναι αποκλειστικά διακοσμητική. Η ποδιά σαν τμήμα της γιορτινής φορεσιάς συνηθίζεται σε όλες σχεδόν τις ηπειρωτικές περιοχές. Επειδή ακριβώς αποτελεί ένα πρόσθετο κομμάτι, και μάλιστα σε πολύ εμφανές σημείο του σώματος, προσφέρεται ιδιαίτερα για την έκφραση της αισθητικής δημιουργικότητας των γυναικών. Πάνω στην επιφάνεια αυτή αποκρυσταλλώνε­ται η συμβολική εικόνα με την οποία διαφοροποιείται το ένα χωριό από το άλλο: η ποδιά είναι ένα είδος σημαίας.

Κατασκευαστικά, η ποδιά έχει είτε ορθογώνιο είτε τραπεζοειδές σχήμα. Χρησιμοποιούνται όλων των ειδών τα υφάσματα; από το χοντρό υφαντό μέχρι το πιο πολυτελές αγοραστό. Στο επάνω μέρος μπορεί να υπάρχει ένα ιδιαίτερο κομμάτι ύφασμα εκεί που ακουμπάει η πόρπη της ζώνης, για να μην φθείρεται. Η ποικιλία στα χρώματα είναι επίσης πολύ μεγάλη, εναρμονισμένη όμως με τα χρώματα της υπόλοιπης φορεσιάς. Το ράψιμο και το κέντημα γίνεται σχεδόν πάντα από τις γυναίκες, σπάνια από τους ραφτάδες.

Τα κεφαλοδέματα

Τα στολίσματα των μαλλιών και του κεφαλιού είναι τόσο ποικίλα που δύσκολα επιτρέπουν γενίκευση. Συνήθως καλύπτουν όλο το κεφάλι αφήνον­τας ελεύθερο μόνο το πρόσωπο, στην νυφική φορεσιά είναι σκεπασμένο κι αυτό μέχρις ότου η πεθερά ή ο γαμπρός αποκαλύψουν τελετουργικά την νύφη.

ΔρόποληΟι φορεσιές μένουν, αλλά τα μαντηλοδέματα ήταν ολόκληρη τέχνη που στις περισσότερες φορές έχει σήμερα χαθεί γιατί δεν μεταδόθηκε στις νεότερες γυναίκες. Ο στολισμός του κεφαλιού της νύφης ήταν η πιο περίτεχνη εργασία, γι’ αυτό την αναλάμβαναν οι εμπειρότερες γυναίκες του χωριού. Ο γενικός κανόνας είναι να τονίζεται σαφώς η διαφορά ανάμεσα στο κεφαλόδεμα της ελεύθερης και της παντρεμένης, υπάρχουν όμως διακριτι­κές παραλλαγές ανάλογα με την φάση της ζωής της γυναίκας. Τις φάσεις αυτές, που προσδίδουν την αντίστοιχη κοινωνική θέση και αναγνώριση, μπορούμε να ορίσουμε προσεγγιστικά ως εξής: κοριτσάκι, στο νυφοπάζαρο, αρραβωνιασμένη, νύφη, παντρεμένη, ηλικιωμένη, με δύο παι­διά, σε πένθος, χήρα. Κάθε φάση υποδηλώνεται από την φορεσιά, αλλά ιδιαίτερα από τον κεφαλόδεσμο. Επί πλέον βέβαια υπάρχουν οι παραλλαγές ανάλογα με την περίσταση: στο σπίτι, στην γειτονιά, στο χωράφι, στην γιορτή, στην εκκλησία, το χειμώνα, το καλοκαίρι κλπ.

Το χτένισμα στα χωριά είναι σχεδόν πάντα το ίδιο, τα μαλλιά πλέκονται σε δύο κοτσίδες. Πριν από τον γάμο οι κοτσίδες κρέμονται στην πλάτη, ενώ οι παντρεμένες μπορούν να τις γυρίζουν πάνω στο κεφάλι σε διάφορα σχέδια. Οι κοτσίδες της νύφης πλουμίζονται με φλουριά, κοσμήματα, γαϊτάνια, λουλούδια και άλλα στολίδια. Στην κορυφή του κεφαλιού στερεώνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα της παντρεμένης, ένα διπλωμένο μαντήλι ή τυλιγμένο πανί που έχει σκοπό να εμφανίσει υπερυψωμένο το συνολικό χτένισμα. Στο μέτωπο κρέμεται μια κορδέλα με ή χωρίς νομίσματα. Από πάνω δένονται τα διάφορα μαντήλια. Αλλού φοριέται μικρό καλπάκι ή φέσι.

Μαντήλια γενικά λέγονται αυτά που έχουν τετράγωνο σχήμα, ενώ οι μπόλιες είναι στενόμακρες. Το τσεμπέρι είναι ένα μεγάλο μαντήλι από λεπτό ύφασμα, ενώ το φακιόλι είναι αυτό που δένεται κάτω από το κυρίως μαντήλι. Τα πολύ απλά φτιάχνονται στο σπίτι, τα περισσότερα όμως τα φέρνουν οι πραματευτάδες ή οι ξενιτεμένοι. Στον χορό μεσολαβεί ώστε να μην πιάνονται από το χέρι άντρας με γυναίκα, μ’ αυτό κρατιέται από τον δεύτερο αυτός που σέρνει ώστε να κάνει εύκολα στροφές.

Φουστανέλα

Στην ηπειρωτική Ελλάδα η πιο συνηθισμένη αντρική φορεσιά αποτελεί­ται από την πουκαμίσα, ένα απλό ρούχο με μανίκια που φοριέται πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο, κουμπώνει μπροστά, και μπορεί να φτάνει μέχρι τα γόνατα. Καθώς η μέση σφίγγεται με το ζωνάρι, η πουκαμίσα ανοίγει προς τα κάτω και σχηματίζει δίπλες στον ποδόγυρο. Οι δίπλες αυτές είναι ένδειξη πολυτέλειας και στην προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότερες δημιουργήθηκε σταδιακά ένα ιδιαίτερο ρούχο, η φουστανέλα. Μια πλούσια φουστανέλα μπορεί να έχει μέχρι 400 λαγκιόλια, χρειάζεται δηλαδή σχεδόν ένα τόπι ύφασμα για να γίνει. Όταν είναι από χοντρό ύφασμα του αργαλειού χρειάζεται πανωκόρμι για να κρατάει το βάρος της, οπότε λέγεται κορμοφουστανέλα. Η φουστανέλα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή στον χορό γιατί δίνει έμφαση στις στροφές και στα πηδήματα.

 Γυναικεία Φορεσιά Δωδώνης Ιωαννίνων Ηπείρου

Η φορεσιά της Δωδώνης είναι μια από τις αξιόλογες φορεσιές της Ηπείρου. Αντικατοπτρίζει τα αυστηρά ήθη και τις παραδόσεις της κλειστής κοινωνίας των Ηπειρωτών.
Αποτελείται από το σιγκούνι, το πουκάμισο, τη φούστα, τη ποδιά και το μαντήλι.
Πιο αναλυτικά, το πουκάμισο, το οποίο είναι και το βασικό ένδυμα κάθε γυναικείας φορεσιάς, είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα ως το λαιμό.
Το πουκάμισο καθώς και η φούστα είναι συνήθως στον ίδιο χρωματισμό και από το ίδιο ύφασμα κατασκευασμένο.
Το σιγκούνι ή φλοκάτα είναι αμάνικο πανωφόρι κατασκευασμένο από μαύρο χοντρό ύφασμα και στολισμένο με κορδέλες και κεντήματα από γαϊτάνι.
Στη μέση δένουν τη μαύρη ποδιά, η οποία είναι έντονα διακοσμημένη στο κάτω μέρος της.
Στο κεφάλι δένουν το μαύρο μαντήλι που στολίζεται από δαντέλα σε διάφορους χρωματισμούς.
Ως συμπλήρωμα της φορεσιάς φορούν στη μέση το ασημοζούναρο, ασημένια πόρπη με ζώνη και στο στήθος τα φλουριά.Μπουραζάνα
Στα πόδια φορούν κάλτσες και μαύρα παπούτσια.

Ανδρική Φορεσιά Μπουραζάνα Ηπείρου

Μια χαρακτηριστική ανδρική φορεσιά είναι αυτή της Ηπείρου. Τη χαρακτηρίζει η λιτότητα στη μορφή και ο αρμονικός συνδυασμός των χρωμάτων.
Αποτελείται από το παντελόνι που είναι συνήθως σε μπεζ ή άσπρο χρώμα φτιαγμένο από χονδρό ύφασμα, τη λεγόμενη τσόχα και λέγεται μπουραζάνα ή βρακοπαντέλονο.
Το πουκάμισο που φτιάχνεται συνήθως από βαμβακερό ύφασμα σε άσπρο χρώμα ή σε διάφορες καρό αποχρώσεις. Ανάλογα με την περιοχή έχει στενά ή φαρδιά μανίκια.
Το αμάνικο γιλέκο φτιάχνεται από μάλλινο ύφασμα σε σκούρα απόχρωση.
Απαραίτητα εξαρτήματα της φορεσιάς είναι επίσης το ζωνάρι, μονόχρωμο ή ριγέ πολύχρωμο από δίμιτο ύφασμα που μπαίνει στη μέση, το γούνινο καλπάκι για το κεφάλι, και η ασημένια αλυσίδα ή ο σταυραετός που στολίζει το στήθος.
Στα πόδια φορούν μαύρα παπούτσια ή τσαρούχια ανάλογα με την περιοχή.