Tα καρύδια.
Παραδοσιακό ομαδικό παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά.
Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
Tο αναμμένο πουρνάρι.
Μια ωραία συνήθεια που βασίζεται σε μια παλιά παράδοση.
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα “Χρόνια Πολλά”, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, είναι μεγάλη πολιτεία τα Γιάννενα, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίσουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται “Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!”.
Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θα αφήσουν το όνομα το πατρικό να σβήσει.
Το πρωί της παραμονής οι γυναίκες καθάριζαν το σπίτι, τις αυλές και τα σοκάκια, για να περάσει αργότερα ο παπάς. Ο παπάς κατά το έθιμο περνούσε απ’ όλο το χωριό και αγίαζε τους κατοίκους, όλες τις εγκαταστάσεις του σπιτιού και τα ζώα. Απ’ όπου περνούσε παλαιότερα ο παπάς, όλοι έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι, ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο, ή δεκάρικο).
Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανίων όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και σε παγούρια, γκιούμια, μπουκάλια, τσουκάλια και κανάτια, έβαζαν καθαρό νερό για να αγιαστεί. Αυτό είναι ένα έθιμο που διατηρείται και στις μέρες μας.
Όταν γύριζαν στα σπίτια, έπιναν όλα τα μέλη της οικογένειας από το νερό, ράντιζαν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό.
Όσον αφορά τη γιορτή του Αϊ- Γιάννη που ακολουθεί άναβαν τις γνωστές τζαμάλες για να φύγουν οι καλικάτζαροι και τα κακά δαιμόνια, όσα φυσικά δεν … είχαν φύγει από την αγιαστούρα του παπά τα Θεοφάνια. Αυτό το έθιμο διατηρείται ακόμη και σήμερα.
Οι Aποκριές είναι από καταβολής τους εύθυμες γιορτές. Έτσι και στην Ήπειρο γιορτάζονται πάντα με πολύ κέφι.
Ένα από τα παιχνίδια της Αποκριάς που συναντούσε παλαιότερα κάποιος στην Ήπειρο ήταν ο «Βαλμάς». Έθιμο κατά το οποίο, δέκα – δεκαπέντε άτομα έκαναν κύκλο γύρω από μία φωτιά και προσπαθούσαν να ρίξουν κάποιο χορευτή μέσα.
Η γιορτή άρχιζε από το Σάββατο της πρώτης αποκριάς και τελείωνε την Καθαρά Δευτέρα. Το βράδυ της δεύτερης Αποκριάς άναβαν μεγάλες φωτιές (τζαμάλες) και αποκρεύανε συνήθως με κρεατόπιτες και τυρόπιτες.
Το μεγάλο πανηγύρι βέβαια γινόταν τη δεύτερη αποκριά την Κυριακή της Τυροφάγου. Μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής, γινόταν το μασκάρεμα με απόλυτη μυστικότητα και σιγή. Κατόπιν έβγαιναν στους δρόμους πήγαιναν στα μαγαζιά του χωριού και από σπίτι σε σπίτι.
Το ντύσιμο τους αποτελούνταν από μάσκες (προσωπίδες), ρούχα γερόντων, σιγκούνια, βράκες, ρόκες, κουδούνια, άμφια τουφέκια, τσαρούχια, προβιές, κέρατα, και τόσα άλλα που προξενούσαν το γέλιο. Οι νοικοκυραίοι τους έδιναν αυγά πρόσφεραν γλυκό και ποτό.
Το απόγευμα οι γυναίκες του χωριού, οι πιο νέες κυρίως και τα κορίτσια, κουβαλούσαν από τους λόγγους ξύλα, χλωρά και στεγνά. Γύριζαν από τα δάση ζαλικωμένες με ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη μεγάλη φωτιά που άναβε το βράδυ σε κεντρικό σημείο του χωριού.
Στα Κουρεντοχώρια οι νέοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και ζητούσαν ξύλα για τη μεγάλη βραδινή φωτιά. Οι νοικοκυραίοι τους έδιναν απλόχερα ξύλα. Αν κάποιος όμως, αρνιόταν να δώσει, τότε οι νέοι πήγαιναν αργά το βράδυ- κατά την διάρκεια του γλεντιού- και «έκλεβαν» τα ξύλα από τις θημωνιές.
Με το πρώτο σκοτάδι οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού ή σε κάποιο άλλο σημείο κι άναβαν τη μεγάλη φωτιά που την λένε ‘αλαγούζια’ ή ‘τζαμάλα’. Γύρω από τη φωτιά στήνονταν ομαδικοί χοροί από άνδρες και γυναίκες. Οι χοροί γίνονταν συνήθως χωρίς όργανα (βιολιά και κλαρίνα). Οι χορευτές τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια, εθνικά, ερωτικά και αποκριάτικα.
Μεταξύ των γυναικών παιζόταν το «χάψα», όπου μια γυναίκα έδενε ένα βρασμένο αυγό και το κουνούσε με το σχοινί στον αέρα μπροστά από το στόμα κάθε γυναίκας. Οι άλλες προσπαθούσαν να το πιάσουν με το στόμα τους. Όποια το έπιανε το δικαιούταν και το έτρωγε. Αυτό το παιχνίδι παιζόταν και από άνδρες.
Η τζαμάλα και το γλέντι κρατούσε ως το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. Η θρακιά της φωτιάς καιγόταν όλη νύχτα και πολλές φορές συνεχίζονταν και την Τρίτη. Την Καθαρά Δευτέρα δεν έτρωγαν καθόλου, ενώ κάποιοι –σύμφωνα με την παράδοση- πήγαιναν στα βουνά για να βρουν το αυγό της πέρδικας, που ήταν το μόνο που μπορούσαν να φάνε την Καθαρά Δευτέρα.
Το γλέντι έκλεινε με το χορό του τραγουδιού «Πως στουμπίζουν το πιπέρι». Με το «στούμπισμα του πιπεριού» διαλύονταν και το γλέντι με ευχές για ‘καλή Σαρακοστή’.
ΤΟ ΜΑΡΤΙΤΣΙ
Ένα άλλο έθιμο που υπήρχε γι’ αυτές τις ημέρες (κάποιοι το τηρούν και σήμερα) ήταν το μαρτίτσι. Παλαιότερα μικροί και μεγάλοι το φορούσαν την παραμονή της 1ης Μαρτίου για να μην τους «πιάσει» ο Μάρτης και τους μαυρίσει! Το μαρτίτσι γίνεται με δύο ή τρία, συνήθως μάλλινα νήματα σαν πλεξούδα, χρώματος λευκού και κόκκινου. Το φορούν στον καρπό ενός χεριού (συνήθως του αριστερού) σαν κομποσκοίνι και το κρατούν μέχρι το Πάσχα. Κατά το έθιμο το μαρτίτσι το καίνε με τη λαμπάδα, τη νύχτα της Αναστάσεως στην εκκλησία.
Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα ξεκινούσαν πριν την Μ. Εβδομάδα με τον καθαρισμό του σπιτιού και το ασβέστωμα της αυλής .
Το Σάββατο του Λαζάρου οι κάτοικοι των χωριών της Ηπείρου πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια και ο σπιτονοικοκύρης τους φίλευε με αυγά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που έβγαζαν από την κατσαρόλα το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί μέχρι το επόμενο Πάσχα. Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά πιστεύοντας ότι έτσι τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά.
Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι.
Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας. Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα. Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης. Στα χωριά που πολιούχος είναι ο Αγ. Γεώργιος συνήθισαν επίσης, να κάνουν γλέντια τα οποία διαρκούσαν μέχρι την Τρίτη μέρα του Πάσχα.
Όλα τα παραπάνω έθιμα αναβιώνουν, ευτυχώς, ακόμα και στις μέρες μας.
Ο γάμος είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ηπειρώτες.
Η ηλικία των γυναικών που ήταν κατάλληλη για παντρειά ήταν συνήθως μετά το 15ο έτος της ηλικίας τους, αφού έχει ετοιμάσει την προίκα της, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
Τα περισσότερα συνοικέσια τελούνταν τις μέρες των πανηγυριών. Τα πολλά πανηγύρια που γίνονταν εξυπηρετούσαν και τη σκοπιμότητα αυτή, δηλαδή να δουν και να σχεδιάσουν τα πιθανά προξενιά.
Η επιδίωξη όλων ήταν οι μελλόνυμφοι να προέρχονται από το ίδιο χωριό. Κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού. Αν απορρίπτονταν κρατιόνταν μυστικό για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα. Αν συμφωνούσαν το ανακοίνωναν στον άλλο υπεύθυνο του προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι και έπειτα το μάθαιναν και οι υπόλοιποι.
Στη συνέχεια συναντούνται οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο μερών συνήθως στο σπίτι του γαμπρού για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν το μέγεθος της προίκας. Πολύ παλιότερα, συνέτασσαν και το προικοσύμφωνο.
Μετά τον αρραβώνα και αφού τα είχαν συζητήσει στο προξενιό, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στης νύφης για να τα καταγράψουν τα συμφωνηθέντα σε χαρτί.
ΓΑΜΟΣ:
Προσκαλούσαν τον κόσμο προφορικά, δηλαδή δεν έκαναν προσκλήσεις. Πήγαινε ένας από σπίτι σε σπίτι και έκανε τη δουλειά αυτή .
ΠΕΜΠΤΗ- προίκα:
Την Πέμπτη οι φίλες της νύφης πήγαιναν σπίτι της. Έκαναν στοίβα το προικιό (σε «γίκο») δηλαδή διπλωμένα τα υφάσματα κλπ , το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω – κάτω έβαζαν τα χοντρότερα και πιο πάνω τα λεπτότερα. Από πάνω γέμιζαν με μαξιλάρια, ενώ στο κάτω μέρος έβαζαν μαξιλάρια για άλλες χρήσεις που ήταν φτιαγμένα κεντημένα στον αργαλειό ή στο χέρι ή πλεχτά.
Στα κρεβάτια άπλωναν τα κεντήματα, τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις πετσέτες τις ποδιές κ.α. Τα φορέματα τα τοποθετούσαν κρεμαστά. Ετοίμαζαν και τις πλεχτές κάλτσες (Τσιουρέπια) που προορίζονταν για δώρα στο σόι του γαμπρού. Μπορεί να ήταν 80-100-120 ζευγάρια, αναλόγως του πόσο μεγάλο ήταν στο σόι του.
Στα χαρακτηριστικά των προκαθορισμένων διαδικασιών συγκαταλέγεται και «η κασέλα».
Η κασέλα είναι ένα ξύλινο μακρόστενο, παραλληλόγραμμο κιβώτιο, με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε, στο οποίο φύλασσαν τακτοποιημένα ρούχα και υφάσματα. Οι συγγενείς του γαμπρού ανέκαθεν την έπαιρναν μαζί με τα προικιά από τη νύφη, ως σχεδόν το 1955. Στην πάνω δεξιά μεριά (της στενής πλευράς) είχε ένα παταράκι, σαν κουτάκι, 7-8 εκατοστών πλάτους και ύψους που λέγονταν «παράκλα» και από την αριστερή πλευρά, ένα σανιδάκι καρφωμένο για να στηρίζει το κάλυμμα της κασέλας όταν ήταν ανοιχτή. Όταν η κασέλα σταμάτησε να αποτελεί μέρος της προίκας, αντικαταστάθηκε από καλοφτιαγμένη ντουλάπα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Την Παρασκευή έρχονταν οι συμπέθεροι (σόι του γαμπρού) για να πάρουν την προίκα. Αφού τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, η μητέρα του έριχνε ρύζι και τα έκαναν πάλι στοίβα (γίκο). «Έστρωναν το κρεβάτι» και τακτοποιούσαν τα πράγματα στις θέσεις τους. Μόλις έστρωναν το κρεβάτι έριχναν πάνω ένα αγοράκι μικρό για να κάνει η νύφη αγόρι. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ήταν να πάρουν πρώτα το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Αν αυτό δεν παραλαμβάνονταν, μπορεί να χαλούσε και ο γάμος.
ΣΑΒΒΑΤΟ – νύφη
Το βράδυ του Σαββάτου γίνονταν το γλέντι στην νύφη. Η οικογένεια του κάθε προσκεκλημένου έφερνε ένα «πόδι» κρέας πρόβειο (ένα τέταρτο του ζώου) και από ένα ταψί ψωμί. Μερικοί έφερναν και κρασί. Πριν έρθουν τα όργανα τραγουδούσαν με το στόμα οι άντρες και οι γυναίκες σε αντιφώνηση (μία φορά οι γυναίκες και μία οι άντρες). Τραγούδια καθιστικά περισσότερο. Όταν έλεγαν χορευτικό τραγούδι, το χόρευαν. Μετά έρχονταν τα όργανα. Έμπαιναν στο χορό ανά παρέες, συνήθως ανά οικογένειες. Άντρες και γυναίκες μαζί (πιο ελεύθερα όχι όπως στο πανηγύρι στον προκαθορισμένο διπλοκάγγελο ή τριπλοκάγγελο χορό). Ένας είχε την ευθύνη για να κρατά και να δίνει τη σειρά για το χορό. Άλλος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό και λέγονταν κελαρτζής. Έκοβε το κρέας που έφερναν οι καλεσμένοι σε μερίδες και το τσιγάριζαν στο ταψί. Μετά έφτιαχναν το γνωστό γιαχνί.
Πριν το φαγητό έρχονταν το συμπεθεριό (συγγενείς του γαμπρού) αποτελούμενο από 10-15 περίπου άτομα. Έστρωναν το τραπέζι και αφού τελείωναν το φαγητό τραγουδούσαν το τραγούδι «Σε τούτη τάβλα που ήμαστε» σε δύο παρέες, μία φορά η μία και μία φορά η άλλη. Το φαγητό το τοποθετούσαν 2 άτομα στα πιάτα. Πρώτα σερβίρονταν το ρύζι. Νέα παιδιά (5-6 άτομα) που φορούσαν καρό ασπροκόκκινη ποδιά (και λιγότερο μπλε άσπρο), κάθονταν στη σειρά και ο ένας έδινε στον άλλο το πιάτο, ώσπου να φτάσει στο τραπέζι. Εκεί κάποιος μεγαλύτερος είχε την ευθύνη σε ποιόν θα δοθεί , αναλόγως τη σειρά. Μόλις τελείωνε το πρώτο πιάτο, μάζευαν τα σκεύη και τα έπλεναν ώστε να χρησιμοποιηθούν στο δεύτερο πιάτο. Το ίδιο και στο τρίτο. Στο τέλος, στο τέταρτο, σερβίρονταν το κρέας. Έπιναν και κρασί ή ούζο. Χαρακτηριστικά ο κελαρτζής έλεγε ότι «δεν φτάνει το ένα, δεν φτάνει το άλλο», για να μην μεθύσουν.
ΚΥΡΙΑΚΗ- ο γάμος
Ο γάμος γινόταν συνήθως μετά το μεσημεριανό, νωρίς το απόγευμα. Ένας λόγος ήταν ότι μετά θα γίνονταν τραπέζι στους προσκεκλημένους.
Υπήρχαν οι περιπτώσεις που γίνονταν στέφανα και στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από μακριά τα στέφανα γίνονταν στο μέρος της νύφης.
Το πρωί της Κυριακής ετοιμάζονταν φαγητά για το μεσημέρι. Συνήθως ετοίμαζαν το παραδοσιακό γιαχνί και κρέας με ρύζι. Μετά τα όργανα πήγαιναν στο γαμπρό. Όλο μαζί το συμπεθεριό (του γαμπρού) με τα όργανα πήγαιναν στο νουνό για να τον πάρουν.
Όταν ντύνονταν η νύφη, πιο παλιά, κρατούσε στην ποδιά της ασημένιο δίσκο. Ο πατέρας έριχνε στο κεφάλι της σταυρωτά λίγο κρασί. Μετά οι υπόλοιποι σταύρωναν με κέρματα το κεφάλι της και τα έριχναν στο δίσκο. Έλεγαν και το τραγούδι, «ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου». Παλιά οι νύφες φορούσαν φορέματα κόκκινα ή μπλε. Όταν ήταν κόκκινο το φόρεμα φορούσε μπλε ποδιά κεντημένη με δαντέλα γύρω-γύρω και όταν ήταν μπλε το φόρεμα ήταν κόκκινη η ποδιά. Στην αριστερή πλευρά, 7-8 πόντους κάτω από τη μέση, καρφίτσωναν ένα τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το κρατούσε η νύφη ακουμπώντας το με τα δάχτυλα στην πάνω μεριά του. Στο κεφάλι φορούσαν Γιαννιώτικο μαντήλι μαύρο με «κλάρα», δεμένο «πεταλούδα». Το στερέωναν με καρφίτσες που είχαν μαύρο «κεφαλάκι». Φυσικά η νύφη είχε κοτσίδες μέχρι τη μέση και πιο κάτω. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες αγοραστές και παπούτσια, άλλες με λουράκι και άλλες γόβα.
Στα μετέπειτα χρόνια, οι νύφες φορούσαν άσπρο φόρεμα, πέπλο, κραγιόν και τα μακριά μαλλιά που δεν τα είχαν κόψει ακόμα, τα μάζευαν μπούκλες γύρω στο δάχτυλο και τα έπιαναν με τσιμπιδάκι. Η νύφη τα βλέφαρα δεν τα σήκωνε και κοιτούσε όλο κάτω.
Στο γάμο, ο βλάμης ήταν μεταξύ των πρώτων παρευρισκομένων. Σε χωριά της Ηπείρου ο βλάμης πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού με τη συνοδεία των οργάνων που έστελνε ο γαμπρός. Σε όλη τη διάρκεια του γάμου ο βλάμης μαζί με το νουνό ήταν κοντά στο γαμπρό.
Ο γαμπρός φορούσε κοστούμι μπλε, ριγέ πουκάμισο και σκαρπίνια παπούτσια (παλιότερα δεν φορούσαν γραβάτα, η οποία προστέθηκε αργότερα).
Ένα αγοράκι 10-15 χρονών περίπου είχε ένα ασημένιο δίσκο στο κεφάλι και το κρατούσε με τα χέρια. Μέσα είχε τα στέφανα μέσα σε ρύζι και κουφέτα και ότι άλλο χρειάζονταν. Από πάνω ήταν σκεπασμένο με φανταχτερό πανί. Ο κόσμος που ήταν προσκεκλημένος στο γάμο (ψίκι) μαζί με το βλάμη και το γαμπρό ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Τα όργανα τραγουδούσαν στο δρόμο διάφορα τραγούδια. Όταν έφταναν στη νύφη έλεγαν το «Ξύπνα περδικ(λ)ομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου». Ο «Βλάμης» που ήταν φίλος του γαμπρού φορούσε στη νύφη τα παπούτσια τα νυφιάτικα που ήταν όμως δώρο του γαμπρού. Μετά πιάνοντας αγκαζέ τη νύφη από τη μία μεριά ο πατέρας και από την άλλη η μάνα έβγαιναν έξω από την πόρτα. Τότε γυρνούσε η νύφη προς την πόρτα και προσκυνούσε 3 φορές (έσκυβε λίγο). Η μάνα της έριχνε ρύζι και κουφέτα που είχε σ΄ ένα πιάτο και το έσπαγε στο έδαφος. Μετά την έπιαναν πάλι αγκαζέ 2 νέα άτομα, τα αδέλφια αν είχε ή στενός συγγενής. Τα όργανα έλεγαν το (αφήνω γεια μανούλα μου). Πολλοί έκλαιγαν γιατί έφευγε η νύφη από τους δικούς της. Όταν έφταναν στην εκκλησία την έπιαναν από δεξιά αγκαζέ ο γαμπρός και αριστερά ο νουνός. Αφού γίνονταν τα στέφανα ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα όργανα , τα νιόγαμπρα και όλοι οι συμπέθεροι.
Όταν έφταναν τα όργανα στο καινούριο σπίτι (του γαμπρού) έλεγαν το «έβγα κυρά-κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα». Έβγαινε η πεθερά με ένα πιάτο που περιείχε ρύζι και κουφέτα, τα οποία έριχνε πάνω στα νιόγαμπρα. Η νύφη με το τακούνι έσπαγε το πιάτο και μετά έμπαινε μέσα. Μετά έβαζαν τη νύφη στο χορό, σε διπλή σειρά με μέσα τις γυναίκες και έξω τους άντρες, ο γαμπρός χόρευε και κρατούσε για χορό όλους του άντρες και ανάλογα η νύφη τις γυναίκες. Κατόπιν οι συγγενείς της νύφης έφευγαν, για να γυρίσουν το βράδυ να συμμετάσχουν στη «χαρά». Όποιος είχε την οικονομική άνεση κρατούσε τα όργανα και για το βράδυ. Όπως γίνονταν το γλέντι στη νύφη το Σάββατο το βράδυ τα ίδια γίνονταν και στο γαμπρό την Κυριακή το βράδυ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του γλεντιού δίπλα από τη νύφη κάθονταν πάντα μια γυναίκα, που μπορεί να ήταν η αδερφή της (αν είχε) ή κάποια ξαδέρφη της.
Τα πιο πολλά δώρα του γάμου ήταν χαλκώματα. Ταψί, κατσαρόλα, νταβάς, σουρωτήρι, γκιούμι (σκεύος με χερούλι με κάλυμμα για νερό), κανάτα και γυαλικά.
Στους αυστηρά προβλεπόμενους άγραφους κανόνες, ιδίως σε ότι αφορούσε, στη νύφη περιλαμβάνονταν και ο τρόπος που εκφωνούσε τους καινούριους συγγενείς «Πατέρα» τον πεθερό, «μάνα» τη πεθερά, «αφέντη» όλους τους άρρενες, «κυρά» όλες τις γυναίκες. Απαντούσε πάντα με το «όρσε» (ορίστε) όταν την καλούσαν και απαγορεύονταν να περάσει μπροστά από τους καθιστούς άντρες.
Το παιδί βαπτιζόταν από 4-12 μηνών (εκτός αν συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι). Η βάπτιση γινόταν στην εκκλησία ή στο σπίτι. Για το πρωτότοκο παιδί νονός ήταν πάντοτε ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ανδρόγυνο. Γι’ αυτό και στο τραπέζι του γάμου λεγόταν το ακόλουθο τετράστιχο:
Κουμπάρε που στεφάνωσες
Κι έσμιξες το ζευγάρι
Να σ’ αξιώσει ο Θεός
Να βάλεις και το λάδι
Η βάφτιση γινόταν όπως και σήμερα αλλά χωρίς την παρουσία των γονέων. Αυτοί περίμεναν στο σπίτι την χαρμόσυνη αναγγελία του ονόματος. Μόλις ο νονός ή η νονά έλεγε το όνομα του μωρού όλοι οι πιτσιρικάδες του χωριού έτρεχαν στα σοκάκια για να δηλώσουν στους γονείς το όνομα. Ο πρώτος που έφτανε στους γονείς έπαιρνε καλό φιλοδώρημα εκφρασμένο σε χρήμα της εποχής. Οι υπόλοιποι δέχονταν κεράσματα.(καραμέλες ,καρύδια κάστανα, χαλβά, λουκούμια).
Όσο τα παιδιά έτρεχαν, από την εκκλησία ξεκινούσε μια πομπή με τους υπόλοιπους καλεσμένους. Επικεφαλής ήταν ο ιερέας και ακολουθούσε ο νονός ή η νονά με το βαφτισμένο μωρό. Με την άφιξη της πομπής η μητέρα παραλάμβανε από τον νονό η την νονά το μωρό της αφού πρώτα φιλούσε το χέρι του ιερέα κι έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά τους. Ακολουθούσαν κεράσματα της εποχής. Συνήθως αυτό ήταν «μπουρέκι» δηλαδή μπουγάτσα με τυρί.
Ακολουθούσαν οι ευχές και η αποχώρηση των καλεσμένων. Κάποια μέρα μες στη βδομάδα οι γονείς έκαναν τραπέζι στον κουμπάρο, με πλούσιο γεύμα. Δύο παιδιά που είχαν τον ίδιο νονό λέγονταν Σταυραδέλφια και δεν έπρεπε να παντρευτούν.
ΛΕΧΩΝΑ
Η λεχώνα δεν έβγαινε από το σπίτι της αν δεν είχε σαραντίσει. Στο διάστημα αυτό την επισκέπτονταν συγγενείς και φίλοι μόνο όσο έλαμπε ο ήλιος. Θεωρούσαν ότι μια επίσκεψη τη νύχτα έφερνε στο σπίτι όλη την κακή ενέργεια του σκότους. Κατά την επίσκεψη προσέφεραν παξιμάδια σε πιάτο ή δίσκο που τα παρασκεύαζαν σε μορφή πενταδάκτυλου (ανοικτή παλάμη) σκεπασμένα με κοπανιστή ζάχαρη. Νύχτα επιτρεπόταν να μπαίνουν στο σπίτι μόνο οι άντρες του σπιτιού που επέστρεφαν από τις δουλειές τους. Αν κάποια γυναίκα αργούσε να φύγει, άφηνε υποχρεωτικά μια κλωστή από το φόρεμα της πάνω στην κούνια του μωρού.